- ὑπόρυκτον
- ὑπόρυκ-τον, τό,A funeral vault, IGRom.1.804 (Heraclea-Perinthus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόρυκτον — τὸ, Α [ὑπορύσσω] νεκρική κρύπτη, κτιστός τάφος … Dictionary of Greek